15 Αυγούστου 2016

Μο(υ)νόδρομος "Λυσιστράτη"


Ο μο(υ)νόδρομος των ψυχή τε και σώματι αντιστεκόμενων γυναικών της παράστασης!

ΜΙΛΗΣΑ κάποτε επί μακρόν για τον Αριστοφάνη με τον αξέχαστο Θύμιο Καρακατσάνη, τον κατ’ εξοχήν «αριστοφανικό ηθοποιό» που άφησε ανεπανάληπτο το μοναδικό στίγμα του στο ελληνικό θέατρο. Ήταν στο καμαρίνι του, στο Ρωμαϊκό Ωδείο της Πάτρας, μετά την παράσταση «Ηλικίες του Γελοίου» το 1994. Είχα εισβάλει πρώτος και, παρ’ όλη την κόπωσή του, μου εξέθεσε τις απόψεις του για τον κορυφαίο κωμωδιογράφο της αρχαιότητας και βέβαια απάντησε σε ερωτήσεις μου… Φοιτητής θεατρολογίας τότε, με ενδιέφερε να μάθω και από τον πιο αρμόδιο πρακτικό της εποχής «ποια ήταν κατά τη γνώμη του η ουσία της αριστοφανικής ποίησης», «τι ήταν αυτό που τον συγκλόνιζε πάνω απ' όλα στον Αριστοφάνη». Καθώς περνούσε η ώρα, μαζευόταν κόσμος στο καμαρίνι -κάποια στιγμή μπήκε και ο Μίμης Πλέσσας- όμως ο Θύμιος -εν μέσω συγχαρητηρίων και χαιρετισμών-  εξακολουθούσε να ασχολείται με το θέμα μας και να ξεδιπλώνει τις απόψεις του περί αριστοφανικού θεάτρου. Ώσπου έφτασε η στιγμή της βασικής μου ερώτησης για την ουσία του Αριστοφάνη και τότε η απάντηση του κωμικού ηθοποιού έπεσε σαν λίθος εξ ουρανού για να επικρατήσουν απόλυτη σιγή και περισυλλογή! Οτιδήποτε άλλο ανέμενα να ακούσω ως λύση στο… μυστήριο εκτός από αυτό που εκστόμισε: «Η τραγική ρίζα»! Η τραγική ρίζα, επανέλαβα με πρωτόγνωρη έκπληξη και κάποιο ίχνος απορίας! «Η τραγική ρίζα» επέμεινε! Συνειδητοποίησα αμέσως πως ο σπουδαίος ηθοποιός μού είχε δώσει, έτσι απλά, χωρίς φλυαρίες και μεγαλοστομίες, ένα μίτο για τις αναζητήσεις μου που βέβαια αξιοποίησα όπως έπρεπε στο εξής…

Αυτή τη συζήτηση για την τραγική ρίζα του Αριστοφάνη, λοιπόν, θυμήθηκα αμέσως όταν είδα τη «Λυσιστράτη» σε σκηνοθεσία του Μιχαήλ Μαρμαρινού, αφ' υψηλού κι ακραίου στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου. Κι έμελλε να περιμένω τόσα χρόνια για να δω μια παράσταση που να αντιμετωπίζει σε βάθος το ζήτημα και να μη σαχλαμαρίζει με τόσο σημαντικά θέματα που θίγει ο ποιητής. Γιατί, όπως και να το κάνουμε, ο Αριστοφάνης έχει χρησιμοποιηθεί με τον πιο επιπόλαιο τρόπο σε παραστάσεις που έθεταν τον γέλωτα του θεατή ως αυτοσκοπό, με αποτέλεσμα να υποβαθμίζεται η ουσία των έργων του. Ναι, να γελάσουμε, αλλά δεν πρόκειται μόνο γι’ αυτό. Και να γελάσουμε με νόημα, να γελάσουμε με πνεύμα και ψυχή, όχι «να σπάσουμε πλάκα» χωρίς στο τέλος να αντιληφθούμε κάτι από την υπόθεση που μας αφορά και πρέπει να μας προβληματίσει. Ο Αριστοφάνης δεν είναι σατιρικός ποιητής. Ναι, σατιρίζει, αλλά δεν είναι η σάτιρα που χαρακτηρίζει ποιοτικά τα έργα του. Ο Αριστοφάνης έγραψε υψηλή, σοβαρή κωμωδία για σκεπτόμενους πολίτες!Βέβαια, η παράσταση της «Λυσιστράτης» του Μαρμαρινού δεν ήταν μόνο για την αριστοφανική ουσία αλλά και για τη θεατρική. Είχε τα βασικά συστατικά του μεταθεάτρου του, αλλά και τις γνωστές επιδράσεις από τη μέθοδο της Μπάους και τον Μίλερ, την τρέχουσα πραγματικότητα, στοιχεία περφόρμανς, πολιτική σάτιρα και γλώσσα ελεύθερη από τον Δημητριάδη, πολύ ελεύθερη, όπως αρμόζει σε ένα θέατρο που λέει τα πράγματα με το όνομά τους. Κι όλα θα ήταν τέλεια αν ο Διάβολος του Θεάτρου, η πλήξη, δεν χτυπούσε αισθητά σε αρκετά σημεία -εκτός αν θεωρήσουμε πως ο σκηνοθέτης ήθελε να ενσωματώσει στην παράσταση την καταθλιπτική ατμόσφαιρα που ζώνει την Ελλάδα της κρίσης. Αν η παράσταση δεν κατακερμάτιζε το κοινό -κάτι όμως που αντανακλά τον σύγχρονο πολιτικό κατακερματισμό της κοινωνίας μας. Αν η φωνή των γυναικών έφτανε σε όλους τους θεατές και όχι μόνο στις κοντινότερες κερκίδες, αν το πιάνο του Καμαρωτού που δρούσε κατατονικά και η μικροφωνική ακούγονταν κι αυτά καλύτερα, αν δηλαδή δεν υπήρχαν προβλήματα και ανεπάρκειες τεχνικής φύσης.
Κι ωστόσο, πολλές σημασιοδοτήσεις ήταν πολύ ηχηρές, όπως στο φινάλε η αντιπροσώπευση Αθηναίων και Σπαρτιατών από δύο πλαστικά πέη (ομοιώματα) πάνω σε εκκυκλήματα (γιατί… τα πέη κλαίγανε!), όπως και η σαφής στην Παράβαση σωματική δήλωση των γυναικών πως η αντίστασή τους είναι τώρα περισσότερο από ποτέ μο(υ)νόδρομος!
Εύγε!