06 Ιουνίου 2014

Θεαματική «Διδώ και Αινείας»

Η Βιβίκα Ζενώ-Διδώ βυθίζεται στην τεράστια ξεδιπλωμένη φούστα της τραγουδώντας την κορυφαία άρια του μουσικού θεάτρου "When I' m laid in earth"! Παρότι το χρώμα του υφάσματος είναι γήινο, οι μπλε τόνοι των φωτισμών το κάνουν να φαίνεται σαν θαλάσσιο κύμα (13.05.2014).

Η ΟΠΕΡΑ «Διδώ και Αινείας» (1688-9) του Χένρυ Πέρσελ είναι το αριστούργημά του. Παρότι οι επιδράσεις που δέχεται ο συνθέτης από την ιταλική όπερα -και συγκεκριμένα από τη βενετσιάνικη σχολή- είναι έντονες, κυρίως στα σολιστικά μέρη όπου χρησιμοποιεί συχνά την τεχνική του basso ostinato, μετατρέπει το ιταλικό ρετσιτατίβο σε μουσική μορφή που υπογραμμίζει τα ιδιώματα του αγγλικού στίχου. Δηλαδή γνωρίζει πώς να συνδυάζει σε μια μουσική φράση τα παραδομένα σχήματα μιας τεχνικής και τις ελευθερίες που επιβάλλει ο φυσικός αγγλικός τονισμός. Καθώς ωριμάζει, παύει να ενσωματώνει ιταλικά στοιχεία στα έργα του για να συνθέσει ένα ομοιογενές, αγγλικό ύφος. Είναι σχεδόν βέβαιο πως, αν ζούσε περισσότερο (πέθανε μόλις στα 35 του), θα είχε παίξει καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία μιας εθνικής όπερας με βάση το ιταλικό πρότυπο ανάπτυξης.
Η σπουδαιότερη επίδραση που δέχεται στη συνθετική του γλώσσα είναι τα ανθέμια, ένα είδος εκκλησιαστικής μουσικής που καλλιεργείται σχεδόν αποκλειστικά στην Αγγλία του 17ου αιώνα. Αντλούν τα θέματά τους από τη Βίβλο, αφομοιώνουν στοιχεία της αγγλικής μουσικής παράδοσης και γενικά αποτελούν χαρακτηριστικό τρόπο μελοποίησης του αγγλικού στίχου. Τα περισσότερα έχουν θρησκευτικό θέμα, ορισμένα δε κοσμικό-εγκωμιαστικό χαρακτήρα. Ως μέλος της χορωδίας στο Βασιλικό Παρεκκλήσι από τα 5 έως τα 14 χρόνια του, ο Πέρσελ έρχεται σε επαφή και μαθαίνει την εκτέλεση των παλαιότερων αγγλικών ανθεμίων αλλά και των περίφημων στροφικών ανθεμίων που γράφουν νεότεροι συνθέτες. Αργότερα, ο συνθέτης Πέρσελ βρίσκει τον τρόπο να αφαιρέσει από τους εγκωμιαστικούς στίχους οτιδήποτε ανιαρό.
Άλλο σημαντικό γνώρισμα των μελωδιών της όπερας «Διδώ και Αινείας» είναι η απρόσμενη εναλλαγή του μείζονος και του ελάσσονος αρμονικού τρόπου, ιδίως σε στιγμές δραματικής έντασης ή κορύφωσης. Πάνω από όλα, η όπερα αυτή είναι μια χορωδιακή σύνθεση, καθώς τα 15 από τα 38 μέρη της είναι χορωδιακά. Η χορωδία καταλαμβάνει σημαντική θέση στη μουσικοδραματική διαμόρφωση και συμμετέχει όχι μόνο πλαισιώνοντας τους βασικούς χαρακτήρες, αλλά παίζοντας ενεργό ρόλο στο σκηνικό γίγνεσθαι.
Ο θεατρικός συγγραφέας και ποιητής Νέιαμ Τέιτ, ο οποίος διασκευάζει την τραγωδία του "Οι μαγεμένοι εραστές" (1678) με θέμα τον έρωτα της Διδούς και του Αινεία, βασίζει το ποιητικό κείμενο της όπερας στο Βιβλίο IV της «Αινειάδας» του Βιργιλίου. Ωστόσο, αλλοιώνει αρκετά στοιχεία για να τα προσαρμόσει στις απαιτήσεις του λιμπρέτου.

Η άποψη των Σεσίλ Ρουσά και Ζουλιέν Λουμπέκ, οι οποίοι σκηνογραφούν, χορογραφούν και σκηνοθετούν το μουσικοθεατρικο θαύμα του Πέρσελ για την Όπερα της Ρουέν Άνω Νορμανδίας, παράγει ένα αποτέλεσμα που προσιδιάζει περισσότερο στο οπτικό ιδίωμα ενός Τσίρκου του Ήλιου. Έτσι, ανταποκρίνονται και στον θεαματικό ρόλο «μάσκας» που αποδιδόταν παλαιότερα στην όπερα αυτή. Προς αυτή την κατεύθυνση χρησιμοποιούνται ακροβάτες, χορευτές και απαραίτητα για το είδος σκηνικά εξαρτήματα (κούνιες, υφάσματα-σχοινιά κ.ά.), ευφάνταστα κοστούμια. Αξιοσημείωτες είναι η κυριαρχία της εντύπωσης του υδάτινου στοιχείου και η εκπληκτική εκδίπλωση της τεράστιας φούστας της Διδούς μέσα στην οποία πνίγεται θρηνώντας στο φινάλε, βυθίζεται στο ρόλο της σαν άλλη μπεκετική ηρωίδα.
Το χορωδιακό μέρος αντιμετωπίζεται κυρίως ως ακουστικός παράγοντας, με τη χορωδία να τοποθετείται στο χώρο της ορχήστρας Ποέμ Αρμονίκ που διευθύνει ο Βενσάν Ντουμέστρ, ο οποίος ξεχωρίζει μετά το τραγικό τέλος της ηρωίδας, όταν κρατά στα χέρια του και την πιο ανεπαίσθητη ανάσα των χορωδών και μετατρέπει την παράσταση σε μουσικό γεγονός.