05 Μαρτίου 2014

"Φιντέλιο" στη Βαλονία


Φλόρεσταν-Ζόραν Τοντορόβιτς: Θεέ μου! Τι σκοτεινιά είναι αυτή! Τι φριχτή σιωπή! 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ είναι η μία και μοναδική όπερα που συνέθεσε και παρουσίασε με μικρή επιτυχία ο Λούντβιχ βαν Μπεετόβεν το 1805, τρίπρακτη αρχικά, σε λιμπρέτο του Γιόζεφ Ζόνλαϊτνερ και τίτλο «Φιντέλιο ή Η συζυγική αγάπη». Και είναι λογικό, δεδομένου ότι η Γαλλική Επανάσταση βρισκόταν πολύ κοντά στο παρελθόν. Η επιτυχία ήταν μεγαλύτερη στην επανάληψη της παράστασης (1806) με αρκετές τροποποιήσεις (λ.χ. περιορισμός σε δύο πράξεις, νέα ορχηστρική εισαγωγή κ.λπ.) και τίτλο «Λεονόρε ή Ο θρίαμβος της συζυγικής αγάπης». Τελικά, χρειάστηκε και τρίτη επεξεργασία (1814), με τη συνεργασία του ηθοποιού, θεατρικού συγγραφέα και ποιητή Γκέοργκ Φρήντριχ Τράιτσκε, προκειμένου ο «Φιντέλιο» (οριστικός τίτλος) να κατακτήσει το κοινό.
Σε πλαίσιο μορφολογικής ανάλυσης, η όπερα προέρχεται από τη γερμανική παράδοση του Singspiel, γι’ αυτό και αποτελείται από εναλλαγή διαλογικών (χωρίς μουσική συνοδεία) και μουσικών μερών. Ακόμη, είναι ολοφάνερη η επίδραση της ιταλικής όπερας, της γαλλικής opéra comique και, βέβαια, του Μότσαρτ, με τον οποίο «η μουσική κλασικότητα ως θέατρο» έφτασε στο απόγειό της. Το μεγάλο ενδιαφέρον, όμως, του Μπεετόβεν για τη μουσική σύνθεση και όχι για τις ικανότητες της ανθρώπινης φωνής, τον οδήγησε σε ρήξη με την ιταλική παράδοση του belcanto, αλλά και στην εισαγωγή του στοιχείου της πρωτοτυπίας, από την οποία επηρεάστηκε αργότερα ο Βάγκνερ στα μουσικά του δράματα με τις ατέρμονες μελωδίες. Έτσι, αν και είναι η μοναδική όπερα του συνθέτη, συνιστά σημαντικό σταθμό στην ιστορία του μουσικού θεάτρου, καθώς αφομοιώνει παραδοσιακά οπερατικά στοιχεία για να καινοτομήσει αλλά και να δρομολογήσει εξελίξεις.
Ο πολιτικός χαρακτήρας που δίνει στην υπόθεση η θεματοποίηση σταθερών αιτημάτων, όπως η δικαιοσύνη, η πίστη, η αγάπη, μα πάνω από όλα η ελευθερία του ανθρώπου, χαρίζει στον «Φιντέλιο» ακόμη ένα πλεονέκτημα. Στο πρόσωπο της ηρωικής, μαχητικής Λεονόρε -η οποία, σα σαιξπηρική ηρωίδα, μεταμφιέζεται σε Φιντέλιο για να εισχωρήσει στη φυλακή όπου βρίσκεται δύο χρόνια πολιτικός κρατούμενος ο σύζυγός της, Φλόρεσταν, και να τον ελευθερώσει- αναγνωρίζουμε τους αγώνες για μια ανθρώπινη, φωτεινή Ευρώπη, για μια Ευρώπη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Στο πρόσωπο του Φλόρεσταν, ο οποίος είναι ένα από τα «πολυάριθμα θύματα αυθαίρετης εξουσίας» και εν προκειμένω θύμα του διοικητή της φυλακής Ντον Πιτσάρο, του οποίου τις ανόσιες πράξεις έχει ξεσκεπάσει, αναγνωρίζουμε κάθε άνθρωπο που υπόκειται σε άδικη μεταχείριση, κάθε καταπιεζόμενο και διωκόμενο για τη διαφωτιστική και δίκαιη δράση του απέναντι σε έναν διεφθαρμένο πολιτικό κόσμο, ο οποίος ελέγχει και την τελευταία μπουκιά των πολιτών, ελέγχει και αποδυναμώνει τους λαούς που υπερασπίζονται την αλήθεια. Αυτή η αναγνώριση ενισχύεται στη σκηνή όπου η Λεονόρε-Φιντέλιο πείθει τον δεσμοφύλακα Ρόκο να επιτρέψει στους φυλακισμένους να προαυλισθούν για λίγο, κάτω από τη μύτη του αυταρχικού Πιτσάρο. Έτσι, ένα ιδιωτικό, προσωπικό αίτημα ελευθερίας καθίσταται συλλογικό με οικουμενική, πανανθρώπινη ισχύ, με το λιμπρέτο να παρακάμπτει τους λόγους για τους οποίους έχουν τιμωρηθεί οι φυλακισμένοι. Σημασία έχει ακόμη και σε ένα τέτοιο μέρος να μπαίνει άπλετο το φως της δικαιοσύνης και της αλήθειας.
Όλα αυτά τα στοιχεία αναδεικνύει η σκηνοθεσία του «Φιντέλιο» από τον Μάριο Μαρτόνε για τη Βασιλική Όπερα της Βαλονίας, υπό τη μουσική διεύθυνση του Πάολο Αριβαμπένι, σε ένα ανέβασμα που ισορροπεί καλά μεταξύ δύο βασικών τάσεων οπερατικής σκηνοθεσίας και τις γεφυρώνει: αφ’ ενός έμφαση στην εξωτερική δράση (θεατρικότητα), αφ’ ετέρου σεβασμός για τη μουσική και την τραγουδιστική σύμβαση (στατικότητα). Ανάμεσα στους δύο αυτούς πόλους, δηλαδή, ο Μαρτόνε στήνει μια οπτικά ρεαλιστική ατμόσφαιρα, στην οποία όμως μπολιάζει στιγμές καθαρά συμβατικές της όπερας επιτρέποντας στους τραγουδιστές να τραγουδούν απευθυνόμενοι στο κοινό. Οικονομία κάνει πάλι στη χρήση θεατρικότητας, όταν περιορίζει τα διαλογικά μέρη των Ζόνλαϊτνερ-Τράιτσκε στα εντελώς απαραίτητα για την παρακολούθηση της υπόθεσης. Επίσης, συνάδουσα είναι η παρουσίαση μιας θρηνούσας με μαύρο μαντήλι Λεονόρε-Φιντέλιο, το οποίο χρησιμοποιείται με διάφορους τρόπους. Ξεχωρίζω τη σκηνή όπου ο Ρόκο δένει το μαντήλι στα μάτια του Φιντέλιο, ίσως για να σημειωθεί ότι η μεταμφιεσμένη Λεονόρε εξακολουθεί να μη συμμετέχει πραγματικά στο ευδιάθετο κλίμα με τη Μαρτσελίνε. Ακόμη, εντυπωσιακή είναι η οπτικοποίηση της πρώτης σκηνής της Β΄ Πράξης, με τον Φλόρεσταν να τραγουδάει στο ολοσκότεινο κελί του –τοποθετημένο από τον Σέρτζιο Τραμόντι αριστερά και έξω από τη σκηνή του θεάτρου, δηλαδή στο περιθώριο του χώρου δράσης- εξασθενημένος από την πείνα, ενώ φαίνονται μόνο τα δάχτυλα των χεριών του που πιάνονται από τα σίδερα. Με αυτόν τον τρόπο, ο σκηνοθέτης αποπροσωποποιεί τον άδικα πάσχοντα ήρωα: πίσω από τα κάγκελα του πολιτικού κρατούμενου Φλόρεσταν θα μπορούσε να είναι ο καθένας.
Η Τζένιφερ Γουΐλσον, όπως και όλα τα μέλη του θιάσου, παρά τον μεγάλο σωματικό της όγκο, ανταποκρίνεται πολύ καλά τόσο στις τραγουδιστικές όσο και στις θεατρικές απαιτήσεις του ρόλου του Φιντέλιο, πλάθει έναν βαθιά ανθρώπινο χαρακτήρα, γεμάτο δύναμη και θέληση απέναντι στο ζοφερό κράτος της αδικίας.