14 Μαρτίου 2014

Πέρα από την αισθητική



ΑΝ ΤΥΧΟΝ, εκεί όπου βαδίζετε, σε τοπίο ερημικό ή δημόσιο χώρο πολύβουης πόλης, δείτε πάλλευκη κλωστή δεμένη σε δένδρα τυλιγμένη ή αφημένο διάφανο μικρό κουτί, δεν είστε παρά αντιμέτωποι με ορισμένα σχέδια (projects) του Παναγιώτη Βούλγαρη, ενός νέου καλλιτέχνη, ο οποίος διαλέγεται την τελευταία δεκαετία με παιγνιώδη τρόπο τόσο με  σύγχρονα κινήματα της τέχνης (ready made, μινιμαλισμός, land art), που πηγάζουν απ’ ευθείας από τις καινοτομίες που εισήγαγε ο Μαρσέλ Ντυσάν, όσο και με τον σύγχρονο θεατή, τον θεατή-καλλιτέχνη του μέλλοντος. Σχέδια, αντικείμενα, εγκαταστάσεις, αρχιτεκτονικές παρεμβάσεις σε δημόσιους ή/και απόμακρους χώρους (ύπαιθρος) με μικτά μέσα και ετερόκλητα υλικά, ηχογραφήσεις, βιντεοσκοπήσεις, φωτογραφικές τεκμηριώσεις και σημειώσεις συγκροτούν ένα πολύπτυχο παιγνίδι, στο οποίο επιστρατεύονται παραδοσιακοί και τρέχοντες επικοινωνιακοί δίαυλοι (Διαδίκτυο, e-mail art), καθώς και ποικίλοι συνδυασμοί αυτών...
Το βασικό σχέδιο «Πλοιάρια» (“Vessels”, «διαφανή δωμάτια»), το οποίο μπορεί να λειτουργήσει σαν κλειδί ερμηνευτικό του σύνολου έργου του Παναγιώτη Βούλγαρη, πραγματοποιείται σε αστικά/τεχνητά ή/και φυσικά περιβάλλοντα. Πρόκειται για μια συνάρτηση των μεθόδων της «τέχνης της γης» (land art) και των «ετοιμοπαράδοτων» αντικειμένων (ready made objects), όμως το σχέδιο κινείται και πέραν αυτής... Μικρό παραλληλόγραμμο κουτί (με διάφανα τοιχώματα και περιεχόμενο συνήθως λευκά μοντέλα ανθρώπων τοποθετημένα όρθια...) αφήνει ο καλλιτέχνης λόγου χάρη στο μπράτσο μιας πεζογέφυρας και σε άλλους δημόσιους χώρους του Βερολίνου,  κάπου στην ύπαιθρο  της Βουδαπέστης και τελικά στον Δούναβη! Στους τίτλους που συνοδεύουν τις φωτογραφίες των έργων του σχεδίου αυτού δεν αναφέρεται πάντα ο τόπος του καλλιτεχνικού συμβάντος, καθώς το σήμα που προορίζεται να εκπέμψει η εικόνα/αναπαραγωγή παραλλάσσει ως προς τους στόχους και τις προθέσεις του καλλιτέχνη-εκθέτη... Οι τίτλοι των έργων, εξηγεί ο ίδιος, απλώς εντάσσονται σε μια τυπική επικοινωνιακή διαδικασία, όμως δεν περιγράφουν πάντα την ουσία τους. Στο σχέδιο των «διάφανων δωματίων», με τη γειτνίαση του τεχνητού και του φυσικού, του τεχνητού με το τεχνητό, του μικρόκοσμου με τον μακρόκοσμο, παράγεται συνήθως μια ένταση ανάμεσα στη υλική διαφάνεια του αντικειμένου και την αδιαφάνεια των κτηρίων και της περιβάλλουσας φύσης! Έτσι, το έργο τέχνης αποκτά μια εγκλειστική και ταυτόχρονα  αποκλειστική σχέση με το περιβάλλον, η ενότητα των συστατικών στοιχείων του έργου είναι εμπρόθετη και ταυτόχρονα τίθεται εν αμφιβόλω, και άρα η εγκατάσταση δύναται να απεγκαθίσταται στο διηνεκές, καθώς η θέση του ready made ενδέχεται να αλλάζει λόγω των καιρικών συνθηκών ή των παρεμβάσεων περαστικών. Ο καλλιτέχνης επιλέγει τον χώρο της έκθεσης, όμως ο τυχαίος θεατής-καλλιτέχνης μπορεί να αλλάξει το πλαίσιο της έκθεσης συμμετέχοντας στο παιγνίδι συνειδητά ή ασυνείδητα, καθώς, όπως γράφει ο Χανς Γκέοργκ Γκάνταμερ στο «Αλήθεια και μέθοδος» -ιδιαίτερα στο κεφάλαιο όπου αναλύει την οντολογία του παιγνιδιού- το παιγνίδι δεν εξαρτάται από τη συνείδηση των παικτών.
Ο όρος «παιγνίδι» λοιπόν είναι ιδιαίτερα σημαίνων στην προσέγγιση και κατανόηση των καλλιτεχνικών χειρονομιών του Παναγιώτη Βούλγαρη. Είναι ακριβώς η τελολογική δομή του παιγνιδιού -συνεχίζει ο Γκάνταμερ- που καθιστά το ανθρώπινο παιγνίδι διακριτό από μια απλώς παιγνιώδη δράση...  Ο καλλιτέχνης δε συμπεριφέρεται στο παιγνίδι όπως απέναντι σε ένα αντικείμενο, το παιγνίδι δεν τίθεται απέναντι στους παίκτες, καθώς «λογικό υποκείμενο του παίζειν είναι το ίδιο το παιγνίδι και όχι ο παίκτης». Τούτο επιβεβαιώνει και η δήλωση του καλλιτέχνη πως «σε ένα βαθμό το τι είναι κάθε έργο είναι μια κατάσταση που δεν της αποδίδει ιδιαίτερη σημασία». Όμως το παιγνίδι έχει νόημα χάρη στην τελολογική δομή του, δια της οποίας αποκτά τον χαρακτήρα νοήματος, καθώς αυτό το κάτι που παίζεται έχει ‘σημαντική’ ιδιότητα. Ο θεατής είναι ελεύθερος να συμμετέχει και να νοηματοδοτεί...
Ο Παναγιώτης Βούλγαρης δημιουργεί τις συνθήκες για την αυτοπαρουσίαση του παιγνιδιού θέτοντας σε κίνηση το σχέδιο (project), δηλαδή τα ίδια τα διαφανή δωμάτιά του, που σαν μπουκάλια στη θάλασσα ή σχεδίες ταξιδεύουν ως φορείς και ενός αιτήματος διαφάνειας των πραγμάτων, σα μέρη μιας διάφανης κιβωτού κουβαλούν έναν μετωνυμικό δείκτη της ανθρωπότητας προς ένα αλλού... Σε αυτή την ίδια την κινητοποίηση του σχεδίου έγκειται η ουσία του παιγνιδιού, διότι, καθώς αναλύει ο Γκάνταμερ, «το παιγνίδι υφίσταται ως μια ιδιαίτερη τάξη κίνησης» και «ο πραγματικός σκοπός του ... είναι η τάξη και η διαμόρφωση της ίδιας της κίνησης του παιγνιδιού».  Παράλληλα, με τα διαφανή δωμάτια ταξιδεύουν και ένας κριτικός σχολιασμός του καλλιτέχνη στο περιβάλλον και οι οικολογικοί του προβληματισμοί... Το έργο βρίσκεται κάπου εκεί έξω και σχολιάζει διαρκώς... Όσο υπάρχει, όσο αντέχουν τα υλικά του, θέτει ερωτήματα...


«Χωρίς τίτλο»



Εάν, ενίοτε, ο τίτλος του έργου είναι βοηθητικός στην αποκωδικοποίηση των μηνυμάτων που μεταφέρουν τα εφήμερα, διαρκώς αποϋλοποιούμενα έργα του Παναγιώτη Βούλγαρη, στην περίπτωση του σχεδίου (project) με το λευκό βαμβακερό νήμα -που τυλίγει ο καλλιτέχνης τελετουργικά γύρω από (δύο) δένδρα (το έργο καταγράφει με ακρίβεια τις περιστροφές του καλλιτέχνη!)- ο τίτλος παραπέμπει στο είδωλό του, είναι ένα ready made, ένα αντικείμενο καθ’ εαυτό, και έτσι το έργο κλείνεται ακόμη περισσότερο στον εαυτό του (;).  Όπως ready made είναι και το ίδιο το νήμα που διπλώνεται γύρω από δένδρα, που κατ’ αυτόν τον τρόπο σχηματίζουν μια φυσική ανέμη, αφημένη από τον καλλιτέχνη στους ανέμους και το έλεος του καιρού ...
Το έργο, θα μπορούσε κάλλιστα να χαρακτηριστεί ατόφια «τέχνη της γης». Αφ’ ενός, «τα σύμβολά του διαλύονται μέσα στο φυσικό τοπίο» σαν τα νήματα ενός βιβλίου που χαλαρώνουν και φθείρονται στο διάβα του χρόνου. Αφ’ ετέρου, είναι τοποθετημένο μακριά από το κοινό, όχι όμως και μη προσβάσιμο. Έτσι, ασκείται μια έμμεση κριτική στο αστικό, βιομηχανικό περιβάλλον και στους θεσμοθετημένους χώρους (μουσεία, γκαλερί...). Κι ωστόσο,  η χρήση του νήματος αφαιρεί τρόπον τινά κάτι από την ουδετερότητα του φυσικού τοπίου και του προσδίδει τον χαρακτήρα του τεχνητού!
Το έργο όχι μόνο είναι εκτεθειμένο στη φθορά, αλλά και ανοικτό στο τυχαίο: ανάμεσα στα νήματα, χορδές του μυστήριου αυτού μουσικού οργάνου, η κίνηση του ανέμου παράγει ήχους, παγιδεύει διάφορα υλικά από τον περιβάλλοντα χώρο και μικροοργανισμούς... Έτσι, η δημιουργία του δεν είναι κάτι που συμβαίνει άπαξ, αλλά  εν εξελίξει, και ο καλλιτέχνης δεν είναι ο αποκλειστικός αίτιός του. Ο Παναγιώτης Βούλγαρης υφαίνει ένα άγραφο βιβλίο, στις σελίδες του οποίου συγγράφει η φύση. Έτσι ο τόπος αφηγείται την ιστορία του!
Σε άλλη εκδοχή του έργου, είναι ο ίδιος ο καλλιτέχνης που «υφαίνει» στα νήματα του φυσικού γλυπτού υλικά όπως μαλλί, αναμιγνύει λάδι ελιάς, δέρμα, κόκκινο κρασί, και σάλιο, δηλαδή σύμβολα πολιτισμικά και θρησκευτικά .


Εγκαταστάσεις του καθεδρικού


Σε μια σειρά εγκαταστάσεων υπό τον τίτλο «Ο Καθεδρικός» (“The Cathedral” outdoor installations), ο καλλιτέχνης εισάγει στις υπαίθριες εξερευνήσεις του την έννοια του ιερού. Εδώ υπάρχει ένας αρχιτεκτονικός -θα μπορούσαμε να πούμε και σκηνογραφικός- προσανατολισμός που διατυπώνεται μινιμαλιστικά. Μια ετοιμοπαράδοτη εικόνα αγίου διπλώνεται στα δύο και χωροθετείται στο έδαφος σαν πυραμίδα ή στέγη ναού. Το έργο συμπληρώνει η παρουσία μοντέλου ανθρώπου, το μικροσκοπικό μέγεθος του οποίου αντιπαρατίθεται στις μεγαλύτερες διαστάσεις του αυτοσχέδιου «αρχιτεκτονήματος». Σε άλλη εγκατάσταση, η ίδια εικόνα τοποθετείται δίπλα από κρανίο ζώου στο έδαφος: είναι σαφές ότι τον καλλιτέχνη προβληματίζουν οι έννοιες του θανάτου, του  φθαρτού, του εφήμερου και του αιώνιου.
Κορυφαία έκφραση στη σειρά αυτή των καθεδρικών εγκαταστάσεων είναι η κατασκευή τράπεζας από ετερόκλητα υλικά: ξεχωρίζουν τα διάφανα κουτάκια, στα οποία αποδίδεται αναθηματική λειτουργία. Ο καλλιτέχνης δεν είναι παρά ένας πιστός που προσφέρει στο βωμό της τέχνης!


Τεκμηρίωση

Η εικονική συντήρηση και αρχειοθέτηση των εφήμερων παρεμβάσεων/εγκαταστάσεων του Παναγιώτη Βούλγαρη είναι αναγκαίος κρίκος στην αλυσίδα της επικοινωνίας μεταξύ των συντελεστών του παιγνιδιού! Φωτογραφίζει (ενίοτε βιντεοσκοπεί) ολόκληρη τη σκηνή του έργου ή/και λεπτομέρειες, ντοκουμεντάρει ανάλογα με τις σηματοδοτικές προθέσεις του. Φωτογραφίζεται και ο ίδιος από κάποιον μάρτυρα της σκηνής ως παροδικός συντελεστής της, στο πλαίσιο μιας αυτοαναφορικής λειτουργίας της τέχνης του. Ο θεατής που δεν έχει τη δυνατότητα να βρεθεί ενώπιον του πραγματικού έργου καλείται να πιστέψει στην ύπαρξή του, καθώς η φωτογραφία αποτελεί απόδειξη, μαρτυρία, πιστοποιητικό γέννησης του καλλιτεχνικού συμβάντος. Δεν αποτελεί αναπαραγωγή του έργου, αλλά περισσότερο σηματοδότη που δείχνει το έργο... Όπως θα έλεγε ο Ρολάν Μπαρτ, «η φωτογραφία δεν επικαλείται το παρελθόν και δεν αποκαθιστά αυτό που έχει καταργηθεί (από χρόνο, απόσταση, αλλά επιβεβαιώνει αυτό που βλέπω ότι υπήρχε»...
Καθώς ο Βούλγαρης είναι ευθέως εμπνευσμένος από τη μοντέρνα τέχνη του ρηξικέλευθου Ντυσάν, οι φωτογραφίες, οι σημειώσεις, οι τίτλοι, όλα τα ντοκουμέντα του έργου μπορεί να μη συνιστούν αναπαραγωγή του, ωστόσο λειτουργούν και αυτά σαν ετοιμοπαράδοτα αντικείμενα. Ακόμη και το ίδιο το όνομα του καλλιτέχνη χρησιμεύει ως ready made! Όμως, δεν εγκλωβίζεται σε μια στείρα επανάληψη αιτημάτων και μορφών του παρελθόντος. Ανεξάντλητος παίκτης της σύγχρονης τέχνης, ιχνηλάτης του καινούριου, προκαλεί ζωτικές συνθήκες για τη συνέχιση του καλλιτεχνικού παιγνιδιού πέρα από τις παραδοσιακές επιταγές της αισθητικής.